ἀγελαία

ἀγελαία
ἀγελαίᾱ , ἀγελαῖος
belonging to a herd
fem nom/voc/acc dual
ἀγελαίᾱ , ἀγελαῖος
belonging to a herd
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀγελαίᾳ — ἀγελαίᾱͅ , ἀγελαῖος belonging to a herd fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγελαῖα — ἀγελαῖος belonging to a herd neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγελαίας — ἀγελαίᾱς , ἀγελαῖος belonging to a herd fem acc pl ἀγελαίᾱς , ἀγελαῖος belonging to a herd fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγελαίαν — ἀγελαίᾱν , ἀγελαῖος belonging to a herd fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγελιά — η αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιὰ < αρχ. επίθ. ἀγελαῖος. Από το «ἀγελαία βοῦς» (= αγελάδα που ανήκει στην αγέλη) αποχωρίστηκε το ἀγελαία και έγινε ουσιαστικό κατά παράλειψη τού βοῦς. ΠΑΡ. αγελίδι] …   Dictionary of Greek

  • αγελαίος — α, ο 1. εκείνος που ζει σε αγέλη, κοπαδιαστός: Τα πρόβατα είναι ζώα αγελαία. 2. χυδαίος, του σωρού: Τα λόγια του και το φέρσιμό του είναι αγελαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… …   Dictionary of Greek

  • αγελαίος — (I) αία, αίο (Α ἀγελαῑος, αία, αῑον, Μ ἀγέλαιος, αία, αιον) 1. αυτός που ανήκει σε αγέλη 2. αυτός που ζει ομαδικά, κοπαδιαστά 3. κοινός, συνηθισμένος νεοελλ. χυδαίος, «τού σωρού» αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀγελαῑοι τα μέλη τής… …   Dictionary of Greek

  • αελιά — και αγελιά, η (διαλεκτικός τύπος) η αγελάδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βοῦς) ἀγελαία, με σίγηση τού «γ» και συνίζηση] …   Dictionary of Greek

  • κορακίνος — κορακῑνος, ὁ (ΑM) είδος θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε έτσι για το μαύρο χρώμα του («ὅλως δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε θυννίδες... κορακῑνοι», Αριστοτ.) αρχ. 1. μικρός κόρακας, κορακόπουλο 2. (κατά τον Ησύχ.) κορακίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”